- διαδότης
- ο (Α διαδότης)νεοελλ.ο διαδοσίαςαρχ.υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.