διαδότης

διαδότης
ο (Α διαδότης)
νεοελλ.
ο διαδοσίας
αρχ.
υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • давьць — ДАВЬЦ|Ь (17), А с. Дарователь, дающий: тиха бо давьцѩ любить б҃ъ. Изб 1076, 219; диѡнисъ же б҃ъ именовашесѩ въ елинехъ. ѹчитель пь˫аньствɤ и винѹ давець. КР 1284, 156г; Прмдр(с)ти наставниче и смыслу давче. несмыслены(м) казателю. и нищи(м)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διαδότω — διαδίδωμι pass on aor imperat act 3rd sg διαδότης distributor masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”